- έριο
- το (AM ἔριονΑ ιων. τ. εἴριον)1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριοαρχ.φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» — ο ιστός τής αράχνηςβ. «τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔρια» — τα νημάτια με τα οποία προσκολλώνται κάπου μερικά μαλάκια, όπως η πίννα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έριον όπως και ο επικός, ιων. τ. είριον και ο τ. έρι (με σύντμηση), που μαρτυρείται από τους ελληνιστικούς ποιητές, είναι παράγωγα τού τ. είρος, ο οποίος ανάγεται σε *ερF-ος (με σίγηση τού -F- και αντέκταση) < *FερF-ος, με σίγηση τού αρχικού -F- λόγω ανομοιώσεως. Συνδέεται με λατ. vervex «κριάρι» και πιθ. με τον τ. αρήν «αρνί». Ως β’ συνθετικό τόσο ο τ. είρος όσο και ο τ. έριον εμφανίζονται στα σύνθετα εύ-ειρος (Ιπποκρ., Απόστ. Παύλος), εύ-ερος και έπ-ερος αττ.. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συνηθέστερα ο τ. μαλλί*.ΠΑΡ. αρχ. ερέα, ερεούς, ερίδιον, εριηρά, ερίνεος.ΣΥΝΘ. εριουργός, εριοφόροςαρχ.εριαχθής, εριέμπορος, εριοκόμος, εριόξυλον, εριοπλύτης, εριοπώλης, εριοραβδιοτής, εριόστεπτος, εριόστομα, εριοϋφάντηςνεοελλ.εριούχος, εριόφυλλα, εριοχρώματα].
Dictionary of Greek. 2013.